- αποσούρνω
- (αόρ. απόσουρα) μετ.1) тянуть; растягивать;
αποσούρνω τη φωνή μου — растягивать слова;
2) бранить, ругать;τό τί της απόσουρε, δεν λέγεται как он её отругал, передать невозможно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποσούρνω τη φωνή μου — растягивать слова;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.